κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων..

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες


Μια εικόνα δύο ανδρών στα μαύρα που χάνονται μέσα στο φως του ξημερώματος σε μια στοά στο κέντρο της Αθήνας. Δύο άνδρες, δύο φίλοι που βαδίζουν μαζί στη ζωή και στο θάνατο. Γύρω από αυτούς, πόρνες, άνθρωποι της νύχτας, ενεχυροδανειστές, αρχαιοκάπηλοι, οικιακές βοηθοί και κυρίως όμορφες γυναίκες που θα τους θρυματίσουν την καρδιά. Αυτός είναι ο κινηματογραφικός κόσμος μέσα στον οποίο κινούνται "Οι Αισθηματίες" του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ένας κόσμος σαγηνευτικός αλλά και ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνος. 
Δεν ξέρω αν η ταινία δικαίωσε την προσδοκία του σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα φιλμ νουάρ υπό το φως του αττικού ουρανού. Σε κάθε περίπτωση,  "Οι Αισθηματίες" είναι μια ταινία που μιλάει για τα πιο απλά και ταυτόχρονα περίπλοκα πράγματα που συνθέτουν το θαύμα της ζωής: τις ανθρώπινες σχέσεις, τις δυνατές φιλίες, τη "βίαιη" ηλικία της εφηβείας, τον παραλογισμό του έρωτα, αλλά και την τρυφερή αγάπη. Μια βόλτα με τη μηχανή στην παραλιακή και την Πατησίων, ένα παγωτό χωνάκι από καντίνα, τα φώτα της Ακρόπολης που σβήνουν, μια νύχτα με τo κορίτσι των ονείρων σου στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου. Μικρές στιγμές ευτυχίας, σαν μικρές τελίτσες στο μεγάλο κάδρο που λέγεται Αθήνα, ένα τόσο γνώριμο αστικό τοπίο που το βράδυ ως διά μαγείας μεταμορφώνεται σε  σκηνικό εξωτικό. "Οι Αισθηματίες" θέλουν να πάρουν το ρίσκο, να τα ζήσουν όλα στo όριο, να βιώσουν τα πιο έντονα συναισθήματα. Πάντα όμως θα παραμονεύει ο κίνδυνος να "φάνε τα μούτρα τους", να "καούν". Πάντα θα παραμονεύει ο θάνατος. Τι είναι, όμως, η ζωή, αν όχι ένα μεγάλο ρίσκο;
"Oι Αισθηματίες" δεν είναι η ταινία που θα σε κερδίσει για το σενάριο της. Όχι ότι είναι κακό, ίσα -ίσα στο δεύτερο μέρος η πλοκή πυκνώνει και επιταχύνεται, θυμίζοντας όλο και περισσότερο τη δομή ενός συμβατικού φιλμ νουάρ. Το δυνατό χαρτί της ταινίας, αν μη τι άλλο, είναι  αυτοί οι γοητευτικοί χαρακτήρες, οι ρομαντικοί παράνομοι, τα "κακά" παιδιά που όλοι θα θέλαμε, κατά βάθος, να είμαστε αλλά ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε. Όλοι αυτοί κινούνται μέσα στην ατμόσφαιρα που με μαεστρία ο Τριανταφυλλίδης και οι συνεργάτες του έχτισαν, με μια εξαιρετική κινηματογράφηση γνώριμων, περισσότερο ή λιγότερο, γωνιών της Αθήνας και με μια παλέτα από μουσικές που κινούνται από τραγούδια του μεσοπολέμου, μέχρι το ελληνικό new wave και τους Κόρε Υδρο, ως ένα αόρατο νήμα που συνδέει γενιές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.


Στον αντίποδα του "weird wave", ο Τριανταφυλλίδης έφτιαξε μια ταινία με κλασσικά κινηματογραφικά υλικά, με ένα δυνατό  πρωταγωνιστικό δίδυμο και με ένα στόρι φαινομενικά απλό, μέσα από το οποίο, όμως, προσπαθεί να "μιλήσει" για όλες τις αγωνίες που κατατρέχουν τους  ανθρώπους. Ακόμη και το θέμα της πίστης μπαίνει, όταν ο ένας από τους κατά τα άλλα "σκληρούς" της υπόθεσης, καταφεύγει σε μια εκκλησία με διάθεση να εξομολογηθεί, αν και την τελευταία στιγμή το μετανιώνει. Ολόκληρη η ταινία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο μελαγχολικό βλέμμα του σπουδαίου Τάκη Μόσχου, ο οποίος ενσαρκώνει τον μοναχικό, απομονωμένο στη βίλα του αστό που τα έχει όλα και τίποτα ταυτόχρονα και προσπαθεί διαρκώς να αντιπαλέψει τη ματαιότητα της ύπαρξης. Τόσο στην ταινία, όσο και στη ζωή, οι άνθρωποι και δη οι αισθηματίες δεν έχουν κάτι άλλο από το ρομαντισμό τους για να αντέξουν τη σκληρότητα του κόσμου στον οποίο είχαν την τύχη ή την ατυχία να βρεθούν. 

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Songs to the siren


Aν οι άγγελοι είχαν φωνή και τραγουδούσαν, οι φωνές τους θα ηχούσαν κάπως σαν τον
Tim Buckley....          


                                       

       ή, πάλι, σαν τη φωνή της Elisabeth (Liz) Fraser...




                                         

       και ακόμη, ίσως, κάπως σαν τον Brendan Perry....



                                       

                                     
                                       
                           http://www.theguardian.com/music/2011/nov/17/song-to-the-siren-classic

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ντίνος Χριστιανόπουλος / Τρία ποιήματα



    


ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Σε γνώρισα στην Εκθεση, μέσα στα φώτα,
μέσα στον κόσμο, στο πολύ κολλητήρι,
κι αμέσως σου πρότεινα να πάμε σε καμιά ερημιά.

Μα εσύ είχες έρθει από το χωριό για διασκέδαση˙
έπρεπε να ανεβούμε στ'αυτοκινητάκια,
να πάρουμε παγωτό, να μπούμε στο σπίτι του τρόμου,
να σε κεράσω σάντουιτς και μάυρη μπύρα,
να σ'αγοράσω κανένα τσακμάκι για ενθύμιο.

Δε σκέφτηκα πως ήσουν μπουχτισμένος από ερημιές.


ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Τις νύχτες μες στο βρώμικο λιμάνι
σβήνει απ΄τα αυτιά μου η προδομένη μουσική.

Μα το απομεσήμερο, όταν σχολούνε τα παιδιά,
στήνω καρτέρι για τα πιο ωραία μάτια,
και τότε σβήνουν οι σκληρές φωνές εντός μου,
ξεχνώ τα ξένα γόνατα και τους αυχένες,
λιγότερο επικίνδυνη νιώθω τη μοναξιά μου
κι ακούω ξανά την προδομένη μουσική.


Η ΑΓΚΙΔΑ

Το βράδυ που σκοτώσαν τον Λαμπράκη
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
«Τι έγινε ;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.

Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
Όμως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί
σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δεν βγαίνει :
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,
κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.



( Από τη συλλογή "Ποιήματα", Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1985. Η φωτογραφία είναι του Ανδρεά Μπέλια)





Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Mέρες αδέσποτες



                                     

                                     





"Μέρες αδέσποτες" λέει ένα παλαιότερο τραγούδι των Συνήθων Υπόπτων. Κάπως έτσι νιώθω ότι κυλάνε αυτές οι πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου. Σαν όλα να βρίσκονται σε μια κατάσταση "pause" και όλοι να περιμένουν το επόμενο βήμα, την επόμενη κίνηση, μια ευκαιρία ή μια γνωριμία που θα τους φέρει πιο κοντά σε ό,τι ονειρεύονται, από τα πιο απλά, καθημερινά ως τα πιο μακρόπνοα πλάνα και όνειρα. To ζήτημα είναι πόσο αντέχει κάποιος να παραμένει σε κατάσταση αναμονής και ταυτόχρονα να συνεχίσει να προσπαθεί καθημερινά, όσο γύρω μας οι αφορμές αισιοδοξίας και ελπίδας φαίνονται να εξανεμίζονται. Για να το γενικέυσω και να δώσω και την πολιτική διάσταση του πράγματος, μετά από τόσες θυσίες του απλού κόσμου, έχω την εντύπωση ότι όχι μόνο δεν βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ, αλλά, αντίθετα, η κρίση και η αναπόφευκτη απόγνωση μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται βίωμα των περισσότερων από εμάς που έστω, κουτσά - στραβά και ανήκοντες στη μεσαία τάξη είχαμε μάθει να την "παλεύουμε" με λίγα και καλά. Τώρα που βλέπουμε ότι ζοριζόμαστε να πάρουμε ένα πακέτο τσιγάρα ή να παραγγείλουμε δεύτερο ποτό, που θέλουμε να κάνουμε τόσα πράγματα που, ευτυχώς, προσφέρει ακόμη η μητρόπολη Αθήνα, αλλά αναγκαζόμαστε να αυτοπεριοριζόμαστε και μοιραία να κλεινόμαστε στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Για δε δυνατότητα αυτονόμησης και αυτάρκειας, ούτε λόγος να γίνεται...

Επιστρέφοντας πάλι στη μεγάλη εικόνα και στην πολιτική επικαιρότητα, όλοι δείχνουν να περιμένουν το φαινόμενο Σύριζα που και αυτό βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής, περιμένοντας να αδράξει την εξουσία. Μάλιστα, πρόσφατα η νεολαία Σύριζα είχε και το φεστιβάλ της, όπου αρκετοί συμπαθείς δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, όπως ο Νίκος Ξυδάκης της Καθημερινής είδαν κάτι καινούριο, ελπιδοφόρο να γεννιέται, κάτι που μπορεί να φέρει την πολυπόθητη "αλλαγή" (άλλη μια ταλαιπωρημένη έννοια). Δεν πήγα στο φεστιβάλ όχι γιατί σνομπάρω τις πολιτικές νεολαίες, ίσα-ίσα. Απλά, πιστεύω ότι ακόμη και αυτές οι γιορτές δεν είναι παρά σύντομα ευχάριστα διαλείμματα σε μια γενικότερη κατάσταση πολιτικής αποχαύνωσης, ήττας και αδιαφορίας. Αν και φύσει αισιόδοξος, εκτιμώ ότι αυτή την περίοδο δεν υπάρχει καμμιά σοβαρή διαδικασία, ζύμωση, φορέας που να μπορεί να κινητοποιήσει τους πάρα πολλούς ανένταχτους, προοδευτικούς αριστερούς ανθρώπους αυτής της χώρας, δημιουργώντας ένας ισχυρό λαικό κίνημα που, συνακόλουθα, θα επιφέρει τις απαραίτητες ανατροπές, χωρίς να χρειάζεται να περιμένει την εκλογική διαδικασία.

Όλα αυτά με κάνουν να αναλογιστώ ότι μοιραία, ο καθένας από εμάς που έχει τις παραπάνω ή ανάλογες ανησυχίες, τρέχει να βρει καταφύγιο στους μικρόκοσμούς του: παρέες, στέκια, μια συναυλία, μια βόλτα με καφέ σε πλαστικό στους δρόμους του κέντρου, βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, μικρά αλλά σημαντικά εγχειρήματα όπως ένας καινούριος εκδοτικός οίκος ή ένα αυτοδιαχειριζόμενο ραδιόφωνο. Ίσως μόνο εκεί να μπορούμε να στηριχτούμε για όσο καιρό συνεχίζεται αυτή η κατάσταση αναμονής, προσδοκώντας πάντως και παλεύοντας για ο,τιδήποτε νέο και όμορφο, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.


υ.γ. η φωτογραφία είναι του Σπύρου Στάβερη από εδώ http://www.lifo.gr/guide/cultureblogs/magic-circus/32437

                                      

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Ο Κήπος



Ενώ από κάποια στιγμή και έπειτα ο Μαρξ, μαζί με τους Διαφωτιστές υποστήριζε πως οι Αρχαίοι Ελληνες ήταν τα "κανονικά παιδιά" της ανθρωπότητας -υπονοώντας έτσι ότι οι Κέλτες και οι Ινδιάνοι ήταν τα παραπαίδια της-, στο τέλος της ζωής του δέχτηκε πως  "η αγροτική κοινότητα ήταν η πρώτη κοινωνική ομαδοποίηση ελεύθερων ανθρώπων, η οποία δεν στηριζόταν στους δεσμούς αίματος".

Συνεπώς, η ουσιώδης νεωτερικότητα του ανθρώπινου γεγονότος βρίσκεται στην ελευθερία. ΄Οχι την "ελευθερία" της αγοράς, αλλά σε εκείνο το κομμάτι μας που ξεφεύγει από τον προκαθορισμό, που συνιστά το οντολογικά ατελές μας, που μας λυτρώνει από το επαναληπτικό σύμπαν του ζώου και μας τοποθετεί εγγύς του θείου.

Σ'αυτή την οντολογική ατέλειά μας, και μόνο σε αυτή, βρίσκεται η ανθρώπινη ιδιαιτερότητά μας. Ειδεμή είμαστε χειρότεροι κι από τα ζώα. Οπουδήποτε ο άνθρωπος είναι μισθωτός, ξεπεσμένος, αποκτηνωμένος, οπουδήποτε η γη καταντά ατομική ιδιοκτησία, οπουδήποτε η επικοινωνία διακόπτεται και η δραστηριότητα γίνεται ένα πράγμα αντί να είναι Πράξη, παντού όπου η θρησκεία, η επιστήμη, η οικονομία επιζητούν να προκαθορίσουν τον άνθρωπο, η νεωτερικότητά μας ακυρώνεται. Και τότε οφείλουμε να την ξαναβρούμε.

(Από το βιβλίο του Υβ λε Μανάκ "Ο Κήπος", εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, Αθήνα, 2014, μτφ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης)



                
                                       



Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

28 χρόνια φαγούρα


  
 Βλέποντας στην τηλεόραση το τελευταίο πέναλτι του Maxi Rodriguez στον ημιτελικό Αργεντινή - Ολλανδία η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από αγωνία...σκεφτόμουν , ταυτόχρονα, την αγωνία που θα είχαν εκείνη τη στιγμή χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπων στο μακρινό Buenos Aires και σε ολόκληρη τη χώρα. O Maxi ευστόχησε και η Argentina en la final 28 ολόκληρα χρόνια μετά την κατάκτηση του τροπαίου στο Μεξικό και 24 από την τελευταία συμμετοχή σε τελικό Μουντιάλ, στην Ιταλία. Εκεί όπου ένα αμφισβητούμενο πέναλτι στέρησε από τον Μαραντόνα την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου για δεύτερη συνεχόμενη φορά. Δύο σερί τελικοί με αντίπαλο τη Γερμανία και την Κυριακή η Ιστορία επαναλαμβάνεται, καθώς στο εμβληματικό Μαρακανά του Ρίο η Αργεντινή του Μέσι, αυτή τη φορά, θα διεκδικήσει τον τίτλο απέναντι στην καλοκουρδισμένη γερμανική μηχανή που βύθισε στο πένθος μια ολόκληρη χώρα με το πραγματικό blitzkrieg που εξαπέλυσε απέναντι στους διοργανωτέ . Μια νίκη η οποία προκάλεσε (δικαίως) το θαυμασμό και έφερε στους Γερμανούς πολλούς καινούριους φίλους, οι οποίοι σπεύδουν να υπογραμμίσουν ότι η Γερμανία παίζει την καλλίτερη μπάλα, είναι ομάδα δεμένη, έχει καλούς παίκτες σε όλες τις γραμμές κτλ κτλ...

Προσωπικά εγώ αυτά τα παίρνω λίγο βερεσέ. Χωρίς να αμφισβητώ τη σπουδαιότητα ενός καλό δουλεμένου συνόλου, προτιμώ ένα 90λεπτο μέτριου ποδοσφαίρου, όπως παίζει σε αυτό το Μουντιάλ η Αργεντινή, αλλά με δυο - τρεις εκλάμψεις προσωπικών ενεργειών ή συνδυασμών που αποκαλύπτουν, όμως, όλη τη μαγεία του ποδοσφαίρου, αυτό το κάτι παραπάνω που κάνει ένα παιχνίδι με μια μπάλα να προσεγγίζει, σε στιγμές, την τέχνη και την ποίηση. Άλλωστε, σε ελάχιστες περιπτώσεις στην ιστορία της στο θεσμό η Αργεντινή κατάφερε να παρουσιάσει ένα αξιομνημόνευτο σύνολο και αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο μετρά μόλις δύο κατακτήσεις παγκοσμίων κυπέλλων . Από την άλλη πλευρά , αυτό που την κάνει τόσο γοητευτική και δημοφιλή είναι αυτή η αφέλεια ή, αν θέλετε, ακόμα και μπλαζέ διάθεση με την οποία οι τεχνικά άρτιοι Αργεντίνοι προσεγγίζουν τους αντιπάλους τους, ελπίζοντας πως ακόμη και αν δεν πιάσουν κάποια τρομερή απόδοση στο τέλος θα κάνουν τα μαγικά τους και θα κερδίσουν...όπως γνωρίζουμε όμως, αυτό το κόλπο δεν πιάνει πάντα. Ειδικά αν σκεφτούμε την τρομακτική ποιότητα των ποδοσφαιριστών που έχουν φορέσει κατά καιρούς τη φανέλα της albiceleste, θα περίμενε κανείς περισσότερες επιτυχίες : Από τον πρόσφατα χαμένο Ντι Στέφαν , μέχρι τον Κέμπες, τον Μαραντόνα, φυσικά, τον Κανίγια, τον Ρεδόνδο, τον Μπατιστούτα, τον Κρέσπο, τον Ρικέλμε και τον Αιμάρ πιο πρόσφατα. 

Βλέποντας τον πρώτο παιχνίδι της Αργεντινής απέναντι στη Βοσνία σκέφτηκα ότι φέτος είναι η ευκαιρία της να το σηκώσει. Παίζει συντηρητικά και κλειστά, αλλά ταυτόχρονα έχει και τους παίκτες που μπορούν να πάρουν την ομάδα πάνω τους όταν χρειαστεί. Στον τελικό αύριο θα είμαι με την Αργεντινή. Αλίμονο αν στο ποδόσφαιρο και στη ζωή ήμασταν όλοι με τους καλύτερους και τους άριστους. Προτιμώ αργεντίνικη ευγενική αλητεία από γερμανική ψυχρή λογική. Είμαι με την ομάδα που εκπροσωπεί τη χώρα που γέννησε τον Μπόρχες και τον Τσε, τον Άστορ Πιατσόλα, τον Χούλιο Κορτάθαρ και τον Λάλο Σίφριν. Μια χώρα που θυμίζει σε αρκετά σημεία την Ελλάδα, ειδικά με τις πρόσφατες ιστορίες με το ΔΝΤ, ακόμη και στα εθνικά χρώματα. Με τη νίκη λοιπόν και ο θεός ( ξέρετε ποιος...) να βάλει το χέρι του.


               
                                    
                            

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Περί μουσικής, εν γένει



Τα τελευταία τρία χρόνια που κάνω την εβδομαδιαία μου εκπομπή στον Indieground είχα την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με τη μουσική ως ακροατής, αλλά πλέον, να τη συνδέσω και να τη συνδυάσω με την ιδιότητα του ερευνητή - δημοσιογράφου. Διαπίστωσα, έτσι, ότι το να προετοιμάζεις μια σοβαρή μουσική - και όχι μόνο - εκπομπή, χωρίς τη βοήθεια των έτοιμων λύσεων - playlists - είναι μια ιδιαίτερα επίπονη αλλά και ευχάριστη, όσο αντιφατικό και αν είναι αυτό, διαδικασία. Κατάλαβα, επίσης, πόσο μια όμορφη ενασχόληση όπως είναι το ψάξιμο με τη μουσική, μπορεί να καταντήσει κατάσταση ρουτίνας, πόσο μάλλον στις μέρες μας, όπου η επαφή με το μουσικό "προϊόν"  εξαντλείται σε ένα απλό search στο youtube. Είναι πραγματικό δύσκολο και στενάχωρο το γεγονός ότι έχουμε, πλέον, να κάνουμε με έναν απίστευτο όγκο πληροφοριών και δεδομένων, αλλά, αν αντίστοιχα ελάχιστο χρόνο ( και, πολλές φορές, διάθεση ) ώστε να εστιάσουμε και να απολαύσουμε. Έπιασα τον εαυτό μου να διαλέγει κομμάτια από κεκτημένη ταχύτητα, πολλές φορές χωρίς να έχω το χρόνο να τα ακούσω προσεχτικά, να εμβαθύνω στο στίχο και στη μελωδία. Με έκανε, λοιπόν, να αναλογιστώ ότι είναι πολλές οι μουσικές που μπορούν να ηχούν ευχάριστες ή να γεμίζουν ένα δίωρο εκπομπής ή ένα dj - set , αλλά ελάχιστες αυτές που πραγματικά μπορούν να σε αγγίξουν , να σε συγκινήσουν βαθιά, να σου ρίξουν μια τσεκουριά όπως έλεγε και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου σε μια παλιά συνέντευξή του για το περιοδικό Sonic. 

Προσωπικά, τον τελευταίο καιρό αυτό μου έχει συμβεί γυρνώντας πίσω στο χρόνο, ανακαλύπτοντας παλιά διαμάντια όπως το Almost cut my her των Crosby Stills Nash and Young, τους Kinks, τον Nick Drake...κυρίως όμως το έχω νιώσει μέσω εγχώριων ερμηνευτών και δημιουργών : με το " Βρώμικο ψωμί " του Σαββόπουλου , με την απόκοσμη φωνή της Φλέρυ στο " Μεγάλο Ερωτικό " του Μάνου , το "Κακοήθες μελάνωμα" του Μικρούτσικου σε στίχους του σπουδαίου Άλκη Αλκαίου , με τη φωνή του Κοζανίτη Γιώργου Μιχαήλ σε τραγούδια του Θανάση...ίσως , όπως λέμε στην αργκό , απλά να " περνάω φάση ". Ίσως, μεγαλώνοντας να μου δημιουργείται η ανάγκη να κοιτάξω προς τα πίσω, σε ήχους που καλώς ή κακώς χρωμάτισαν τα παιδικά μου χρόνια , ως παιδί της "ένδοξης" δεκαετίας του ' 80. Ίσως, τέλος, ακόμη και στη μουσική, να έχουν τα πάντα ειπωθεί και έτσι, μοιραία, να γυρνάμε πίσω  στις πηγές , οι οποίες σίγουρα έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το οποιοδήποτε revival .

 Το καλοκαίρι, λοιπόν, θα το αφιερώσω σε αγαπημένα ακούσματα και σε όσα δεν πρόλαβα να απολαύσω και να ανακαλύψω εις βάθος μέσα στη χρονιά . Άλλωστε, οι σωστές επιλογές σε ένα mp3 player μπορούν να κάνουν τις στιγμές του καλοκαιριού ακόμη πιο όμορφες . Καλή μουσική αντάμωση το Σεπτέμβρη !




               

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Στον πυρετό της μπάλας




"Ο πυρετός της μπάλας" (" Fever Pitch" ), έτσι τιτλοφορείται το βιβλίο όπου ο γνωστός Βρετανός και αρκετά ποπ, ομολογουμένως, συγγραφέας Nick Hornby μας μεταφέρει το κλίμα  γύρω από το ποδόσφαιρο στη Μεγάλη Βρετανία και τη ψυχοσύνθεση ενός αμετανόητου φαν για την αγαπημένη του ομάδα. Ο τίτλος αυτός, όμως, είναι ιδανικός για να περιγράψει την κατάσταση στην οποίο βρίσκεται σχεδόν όλη η υφήλιος αυτές τις μέρες και ,φυσικά, και η Ελλάδα. Αυτά περίπου σκεφτόμουν κατηφορίζοντας την Ερμού το Σάββατο το απόγευμα για να παρακολουθήσω τον αγώνα της Εθνικής με τη Κολομβία σε φιλικό σπίτι στο Θησείο. Μέσα στη δίνη του απογευματινού ήλιου, όλος ο δρόμος, όλα τα μικρά καταστήματα και όσοι δούλευαν σε αυτά προσπαθούσαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να βρουν ευκαιρία και να ρίξουν κλεφτές, έστω, ματιές στο ματς. Σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων είχαν επιστρατεύσει το κλασσικό τρανζιστοράκι, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι πατέντες των μικροπωλητών, οι οποίοι έβλεπαν ανά πεντάδες τον αγώνα μέσω μικρών οθονών που είχαν τοποθετήσει ανάμεσα σε χαϊμαλιά και λοιπά μπιχλιμπίδια. Από τα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών ακουγόταν ένας χαρακτηριστικός βόμβος, το ηχητικό συνονθύλευμα από τη φωνή του speaker και τις ιαχές των οπαδών, γνώριμο σε όσους έχουν ζήσει καλοκαίρι και μουντιάλ στην Αθήνα. Στις δε καφετέριες του Θησείου με τις γιγαντο οθόνες, αλλά και σε όποιο καφέ του κέντρου υπήρχε τηλεόραση τα τραπέζια ήταν γεμάτα από ντόπιους ή και τουρίστες .

Η πρώτη μου ανάμνηση από μουντιάλ ήταν το 1990 στην κατασκήνωση, να βλέπω τον μικρό τελικό μαζί με πολλούς πιτσιρικάδες και να αποθεώνουμε τον απρόσμενο ήρωα εκείνου του καλοκαιριού, Τοτό Σκιλάτσι. Άλλη ωραία ανάμνηση, ο τελικός του 1994. Διακοπές στα Κύθηρα, στο γραφικό λιμανάκι του Αβλέμονα, ήμασταν όλοι με Ιταλία και Μπάτζιο, αλλά το άστρο του δεν έφτασε για να σηκώσει η squadra azzura την κούπα. Παραδόξως, τα πιο ωραία μουντιάλ δεν ήταν αυτά που έζησα , αλλά αυτά που είδα και ξαναείδα και έμαθα απ΄'έξω μέσα από βιντεοκασέτες, αφιερώματα της ΕΡΤ και ανασκοπήσεις με τη φωνή του Αλέξανδρου Θεοφιλόπουλου, ακόμη και βιβλία. Η απόκρουση του Γκόρντον Μπανκς στην κεφαλιά του Πελέ στο Μεξικό το '70, τα μαγικά του Κρόιφ στη Γερμανία το ΄74 , τα γκολ του Κέμπες στην Αργεντινή το ΄78 και φυσικά , ο ανατριχιαστικός πανηγυρισμός του Μάρκο Ταρντέλι στον τελικό του 1982 απέναντι στους Γερμανούς...Τα τελευταία χρόνια , το ενδιαφέρον για το Παγκόσμιο Κύπελλο έχει υπερσκελιστεί σε ένα βαθμό από το Champions League. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μουντιάλ είναι ότι σχετίζεται με την αγαπημένη, για τους περισσότερους Ελληνες (αλλά όχι για τον γράφοντα), εποχή του χρόνου. Αποτελεί ιδανική παρέα για τις ράθυμες, ανυπόφορες λόγω ζέστης, ημέρες και νύχτες του καλοκαιριού. Ευκαιρία για να γεμίζουν οι πλατείες και να παίρνουν ζωή τα καφενεία, να δουλεύουν τα delivery. Ευκαιρία για τις παρέες να μαζεύονται, να κάνουν χαβαλέ και να βάζουν στοιχήματα. Ευκαιρία για τους μικρότερους να μαζεύουν χαρτάκια Πανίνι και τους μεγαλύτερους να θυμούνται παλιά μουντιάλ και να αναπολούν στιγμές της νιότης τους. Για όλους αυτούς τους λόγους , προσωπικά και χωρίς να είμαι αδιάφορος για όσα παράπλευρα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη Βραζιλία, δεν μπορώ να αντισταθώ στο γλυκό πειρασμό του πυρετού της μπάλας. Τουλάχιστον όσο ο Μέσι και η αγαπημένη μου Albiceleste είναι ακόμη μέσα στο παιχνίδι για την κούπα...







                             
                                     



Τρίτη 27 Μαΐου 2014

When the sun hits



Όταν ο ήλιος χτυπάει κατακούτελα και σε ζαλίζει γλυκά _ τραγούδι γραμμένο θαρρείς για το ελληνικό καλοκαίρι _ on repeat από χτες το βράδυ _ slowdive , ένα από τα καλά κρυμμένα μυστικά της αγγλικής ποπ_ μας ταξιδεύουν σε κυκλαδίτικες παραλίες _ μπύρες το μεσημέρι μπροστά στο Κιου , βουτιά και μπάλα στην άμμο το ηλιοβασίλεμα _ ούζο σε κάποια μοναχική και απέραντη παραλία της δυτικής Πελοποννήσου _ πολλές φορές εύχομαι να ξυπνήσω από αυτή τη ζάλη και να έχει έρθει το φθινόπωρο _ το καλοκαίρι ενδείκνυται μόνο για συναυλίες , μπάνιο , σεξ , φλερτ και παρέα _ α , και κανά ωραίο βιβλίο _ ήσυχες μέρες του Αυγούστου στην Αθήνα _ στρίβω ακόμη ένα καρέλια , δυναμώνω τα μπάσα και ονειρεύομαι μια παραλία που θα βρίσκομαι με όλους τους φίλους μου , παλιούς και νέους και θα μιλάμε για ποίηση και πολιτική, ταινίες , Βακαλόπουλο και ό,τι άλλο όμορφο ή άσχημο υπάρχει στις ζωές μας _ μέχρι να μας χτυπήσει ο ήλιος κατακούτελα και να μας ζαλίσει _ a bientot




               

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Forgotten playlist



     Ένας από τους βασικούς λόγους για τη δημιουργία αυτού του blog ήταν , κατ'αρχήν ,  η δημοσίευση των playlist για την εκπομπή " Songs of love and hate " που διατηρώ μαζί με τον φίλτατο Μάκη Σεραφειμίδη στον ινtερνετικό σταθμό Indieground online radio  .  Eπειδή , όμως , δεν φημίζομαι για τη συνέπειά μου , αυτό έχει γίνει μόνο μια φορά στα δύο χρόνια ! Από σήμερα θα προσπαθήσω να είμαι πιο σωστός και να ανεβάζω τα κομμάτια , αλλά και τα αντίστοιχα links από mixcloud...Πάμε :

Songs of love and hate playlist , 25 April

1. Love Inc. - Life's a gas
2. Steve Parks - Still thinking of you
3. Marvin Gaye - Come live with me angel
4. Rolling Stones - I got the blues
5. Van Morrison - The way young lovers do
6. Bob Dylan - Positively 4th Street
7. The Fresh and Onlys - Summer of love
8. John Cale / Lou Reed - Small town
9. Bill Drummond - Ballad for a sex  god
10. The Triffids - Red Pony
11. To Φως και η Σκιά του - Lemmings
12. Anti Troppau Council - I believe
13. Baby Guru - Marginalia
14. Mary and The Boy/ Felizol - Staring ( Your hand in mine remix)
15. Film Noir - Excuse
16. The Smiths - Rubber ring
17. The Times - Picture Gallery
18. Wipers - Window shop for love
19. Sonic Youth - Youth against fascism
20. Neil Young - I am the ocean

-http://www.mixcloud.com/giannis-perdikis/songs-of-love-and-hate-25-april-indieground-online-radio



                   

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

"Philomena", το βρετανικό σινεμά στα καλύτερά του


Το "Philomena" είναι η τελευταία ταινία του Stephen Frears που παίζεται ακόμη σε κάποιους κινηματογράφους της Αθήνας. Ο Stephen Frears είναι ένας σκηνοθέτης που έχει πειραματιστεί με αρκετά κινηματογραφικά είδη και κρατάει ψηλά τη σημαία του βρετανικού σινεμά, ήδη, από τη δύσκολη, θατσερική δεκαετία του '80. Mε το "Ωραίο μου πλυντήριο" ("My beautiful launderette") του 1985 έκανε ιδιαίτηρη αίσθηση, καθώς τόλμησε να αποτυπώσει το μωσαικό της τότε βρετανικής κοινωνίας, μέσα από την ιστορία ενός ομοφυλόφιλου ζευγαριού. Το 2000, ο Frears εισέβαλε στα '00s με το υπέροχο " High Fidelity ". H ταινία, βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Nick Hornby, αγαπήθηκε από τους απανταχού λάτρεις της εναλλακτικής ποπ κουλτούρας, των δισκοπωλείων και του βινυλίου (α, και των ωραίων γυναικών), χαρίζοντας στον εξαιρετικό John Cusack , ίσως το ρόλο της καριέρας του . 
O Frears επέστρεψε θριαμβευτικά το 2013 με το "Philomena", μια συναρπαστική δραματική ταινία βασισμένη στην αληθινή ιστορία μιας γυναίκας η οποία βίωσε τον κυνισμό της καθολικής εκκλησίας, καθώς εξαναγκάστηκε να δώσει το παιδί της για υιοθεσία στην Αμερική, ενόσω η ίδια παρέμενε έγκλειστη σε κάποιο καθολικό μοναστήρι στη Μεγάλη Βρετανία. 
H πορεία της Philomena για να ανακαλύψει τα ίχνη του χαμένου γιου της, με τη συνδρομή ενός δημοσιογράφου, καταγράφεται με την ευαίσθητη, αλλά, ταυτόχρονα, διακριτικά χιουμοριστική ματιά του Frears, τόσο ώστε ένα τόσο "βαρύ" θέμα να μην καταντάει αφόρητα μελοδραματικό . 
Το δίδυμο των Judi Dench και Steve Coogan στους πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι εξαιρετικό, καθώς φέρνει σε αντιπαράθεση δύο διαφορετικούς κόσμους:  αυτόν της ταπεινής, αλλά θαρραλέας Philomena και του "καλογυαλισμένου" (posh) πρώην μεγαλοδημοσιογράφου, που ενσαρκώνει άψογα ο Coogan . O Frears χτίζει την πλοκή γύρω από αυτό το αταίριαστο, φαινομενικά, δίδυμο, αφήνοντας, ταυτόχρονα καυστικές αιχμές για την αλαζονεία της βρετανικής αστικής τάξης (χαρακτηριστική η σκηνή στο αεροπλάνο) . Το ίδιο επικριτικός είναι και απέναντι στην εκκλησία ("Fucking catholics" αναφωνεί σε κάποιο σημείο της ταινίας ο Coogan), αλλά την ίδια στιγμή τονίζει ότι η πίστη είναι ένα αυστηρά προσωπικό θέμα, το οποίο κάθε άνθρωπος νοηματοδοτεί διαφορετικά.  Άλλωστε, η συγχώρεση, ένα θέμα ύψιστης ηθικής σημασίας, είναι ένα από τα στοιχεία που διαφοροποιούν τους δύο ήρωες: η Philomena, παρ'όλα όσα έχει υποστεί από το συντηρητισμό της εκκλησίας, είναι ικανή να συγχωρεί τους δυνάστες της, σε αντιπαράθεση με τον είρωνα και γεμάτο κυνισμό και μισανθρωπία ρεπόρτερ. Ο Frears  αφήνει να εννοηθεί ότι η ευτυχία και η εσωτερική γαλήνη μπορούν να έρθουν μέσα από τη συγχώρεση. Μόνο αυτός που είναι ικανός να δίνει άφεση αμαρτιών είναι και ευτυχισμένος. Με αυτό τον τρόπο, ο Frears αποδομεί την εικόνα του αστού δημοσιογράφου με την πολυτελή BMW, ο οποίος , at the end of the day, παίρνει μαθήματα ζωής από αυτή τη λαικής καταγωγής γυναίκα .
Τέλος, όσον αφορά στη μουσική της ταινίας, ο Αlexandre Desplat, υπογράφει ένα λιτό, ορχηστρικό soundtrack, το οποίο συνοδεύει διακριτικά, αλλά όχι αδιάφορα την ταινία, δίνοντας στα σημεία που απαιτείται την απαραίτητη δραματικότητα .